- Σαπφοῦς
- ΣαπφώBMus.Cat. Coins (Troasfem nom/voc plΣαπφώBMus.Cat. Coins (Troasfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανακρέων — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην ιωνική Τέω το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. και πέθανε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, σε ηλικία 85 ετών στη γενέτειρά του. Μεταγενέστερος του Αλκαίου και της Σαπφούς, ανήκει στην περίοδο του ώριμου… … Dictionary of Greek
Chamaeleon (philosopher) — Chamaeleon (or Chameleon, Greek: Χαμαιλέων; c. 350 c. 275 BC), was a Peripatetic philosopher of Heraclea Pontica. He was one of the immediate disciples of Aristotle. He wrote works on several of the ancient Greek poets, namely: περὶ Ἀνακρέοντος… … Wikipedia
Tanneguy Le Fèvre — Tanneguy Le Fèvre, lateinisch Tanaquillus Faber, auch Tanaquil Faber (* 1615 in Caen, Département Calvados; † 12. September 1672 in Saumur, Département Maine et Loire) war ein französischer hugenottischer Humanist. Le Fèvre wurde durch Kardinal… … Deutsch Wikipedia
CHAMAELEON — I. CHAMAELEON commentarios libros in vatios Poetas edidit, nimirum eum εν τῷ περὶ Α᾿νακρέοντος citat Athenaeus, l. 12. Item, l. 13. περὶ Σαπφοῦς, et περὶ Σιμωνίδος. Ad haec περὶ Θεςπίδος Michael Apostolius, proverbiô, οὐδὲν πρὸς Διόνυσον. Idem… … Hofmann J. Lexicon universale
Χάραξος — ὁ, Α αδελφός τής Σαπφούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανδρωνυμικό που συνδέεται με τους τ. χάραξ, χαράσσω*] … Dictionary of Greek
ελελίζω — (I) ἐλελίζω (Α) 1. περιστρέφω 2. (για στρατό) αναγκάζω να στραφεί και ν αντιμετωπίσει τον εχθρό 3. (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιτυλίσσομαι 4. σείω, τραντάζω 5. παθ. σείομαι, τρέμω 6. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
νώνυμ(ν)ος — νώνυμ(ν)ος, ον (Α) 1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος 3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πρόσφθεγμα — έγματος, τὸ, ΜΑ [προσφθέγγομαι] προσφώνηση, χαιρετισμός («νεκροὺς ἐξανέστησας, ζωοποιῷ σου προσφθέγματι», Μηναί.) αρχ. επίθετο, προσωνυμία («Σαπφοῡς τὸ ἡδὺ πρόσφθεγμα», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… … Dictionary of Greek
συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… … Dictionary of Greek